ματαιοτήτων

ματαιοτήτων
ματαιότης
vanity
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ματαιότητα — η (ΑM ματαιότης, ητος) [μάταιος] η ιδιότητα τού μάταιου, το να είναι κάτι χωρίς σκοπό, περιεχόμενο ή ωφέλεια («ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης», ΠΔ) μσν. φθορά («ἡ κτίσις ὑπετάχθη εἰς τὴν ματαιότητα», Χριστ. διδασκ.) ĮĮ αρχ. αφροσύνη,… …   Dictionary of Greek

  • μόδα — Όρος που δηλώνει τη διάδοση μιας ορισμένης συνήθειας, της οποίας εκφράζει κυρίως τον επίκαιρο και εντυπωσιακό χαρακτήρα. Από αυτό προέρχεται η γνώμη πως η μ. είναι ένα παροδικό, επιπόλαιο φαινόμενο, χωρίς καμιά πραγματική ή ιδεολογική υπόσταση,… …   Dictionary of Greek

  • Καζαντζής, Τόλης — (Θεσσαλονίκη 1938 –). Νομικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Έγραψε τα διηγήματα Η κυρά Λισάβετ, Η παρέλαση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”